- ἐπικουρήσοντα
- ἐπί-ἐπικουρέωto be anfut part act neut nom/voc/acc plἐπί-ἐπικουρέωto be anfut part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπικουρήσοντ' — ἐπικουρήσοντα , ἐπί ἐπικουρέω to be an fut part act neut nom/voc/acc pl ἐπικουρήσοντα , ἐπί ἐπικουρέω to be an fut part act masc acc sg ἐπικουρήσοντι , ἐπί ἐπικουρέω to be an fut part act masc/neut dat sg ἐπικουρήσοντι , ἐπί ἐπικουρέω to be an… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικουρώ — (AM ἐπικουρῶ, έω) [επίκουρος] βοηθώ, συντρέχω («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμόν τε καὶ υἷας», Ομ. Ιλ.) μσν. υπερασπίζω αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) βοηθώ κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση («ἀλλ’ ἐπικουρῶν κρύβδην ἑτέροισι ποιηταῑς»,… … Dictionary of Greek